- αγρονομία
- Το σύστημα των νομοθετικών διατάξεων για την αστυνόμευση των αγρών· η εποπτεία και η διαχείριση γενικά των αγροτικών κτημάτων· επίσης, το αξίωμα του αγρονόμου ή του επόπτη των αγρών στην αρχαία Αθήνα.
(Γεωργ.)Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των εδαφικών, φυτικών και κλιματικών παραγόντων που επηρεάζουν την παραγωγή και την ποιότητα των αγροτικών προϊόντων. Ανάμεσα στους κύριους τομείς έρευνας της α. είναι η αναπαραγωγή των φυτών, η φυσιολογία των φυτών, η οικολογία, η παραγωγή σπόρων, η παραγωγή ζωοτροφών, η φυτοπαθολογία, η οργάνωση των αγροτικών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων, η αγροτική στατιστική, η μηχανοποίηση της γεωργίας κ.ά. Μερικά ειδικά προβλήματα που προσπαθεί να λύσει η α. είναι: η ανάπτυξη φυτών ανθεκτικών στην ξηρασία και τις χαμηλές θερμοκρασίες, η ανάπτυξη φυτών ικανών για αντίσταση στις ασθένειες και τα έντομα, η παραγωγή υβριδίων με βελτιωμένη απόδοση, η μελέτη μεθόδων που θα βελτιώσουν τον ρυθμό απορρόφησης της βροχής από το έδαφος και η βελτίωση της γονιμότητας κυρίως των άγονων (συνήθως αλατούχων) εδαφών.
* * *η [αγρονόμος]1. (Νομ.) ορος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την οργάνωση, τη λειτουργία και γενικά το έργο τού αγρονομείου*2. συχνά η αγρονομία ταυτίζεται με τη γεωπονία, λόγω κακής χρησιμοποιήσεως τού όρου από τους ξένους (agronomie, agronomy = γεωπονία). Ο όρος αγρονόμος μηχανικός, που στη χώρα μας θεωρείται συνώνυμος τού τοπογράφου μηχανικού, επικράτησε εσφαλμένα από κακή μετάφραση τού Ingenieur Agronome, που όμως σημαίνει γεωπόνοςαρχ.δημόσιο λειτούργημα στην Αθήνα (ανάλογο με αυτό τής αστυνομίας), σχετικά με την επιμέλεια και επίβλεψη τών αγροτικών περιοχών. Το λειτούργημα αυτό ασκούσαν οι αγρονόμοι.
Dictionary of Greek. 2013.